- σάμαξ
- -ακος, ὁ, Α1. πλέγμα από βούρλα, ψάθα που χρησιμοποιούσαν ως στρωμνή σε καιρό πολέμου2. τοξικός κάλαμος.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ., η οποία εμφανίζει επίθημα -αξ, -ακος, το οποίο απαντά και σε άλλα ον. φυτών (πρβλ. δόν-αξ, σμίλ-αξ). Η άποψη ότι η λ. ανάγεται σε πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sam- «νερό, θάλασσα» δεν θεωρείται πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.