σάμαξ

σάμαξ
-ακος, ὁ, Α
1. πλέγμα από βούρλα, ψάθα που χρησιμοποιούσαν ως στρωμνή σε καιρό πολέμου
2. τοξικός κάλαμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ., η οποία εμφανίζει επίθημα -αξ, -ακος, το οποίο απαντά και σε άλλα ον. φυτών (πρβλ. δόν-αξ, σμίλ-αξ). Η άποψη ότι η λ. ανάγεται σε πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sam- «νερό, θάλασσα» δεν θεωρείται πιθανή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σάμαξ — rush mat masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάμακα — σάμαξ rush mat masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάμακι — σάμαξ rush mat masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαμάκι — το, Ν βοτ. κοινή ονομασία φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαμάκιον*, υποκορ. τού σάμαξ] …   Dictionary of Greek

  • σαμάκιον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) τμήμα γυναικείας στολής. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σάμαξ, ακος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”